φίλαρχος

φίλαρχος
η , ο [ος , ον ] властолюбивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φίλαρχος" в других словарях:

  • φίλαρχος — fond of rule masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλαρχος — η, ο / φίλαρχος, ον, ΝΜΑ αυτός που κατέχεται από πάθος για εξουσία, αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο την αρχή, την εξουσία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαρχον η φιλαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αρχος*] …   Dictionary of Greek

  • φίλαρχος — η, ο αυτός που επιθυμεί ζωηρά να εξουσιάζει, να κατέχει την εξουσία, ο αρχομανής: Οι δικτάτορες είναι φίλαρχοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φίλαρχον — φίλαρχος fond of rule masc/fem acc sg φίλαρχος fond of rule neut nom/voc/acc sg φιλάρχων loving the rulers masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαρχοτάτους — φίλαρχος fond of rule masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρχου — φίλαρχος fond of rule masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρχους — φίλαρχος fond of rule masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρχων — φίλαρχος fond of rule masc/fem/neut gen pl φιλάρχων loving the rulers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάρχῳ — φίλαρχος fond of rule masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλαρχοι — φίλαρχος fond of rule masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλαρχώ — έω, Α [φίλαρχος] είμαι φίλαρχος («διαφθειρομένου δὲ τοῡ δήμου ταῑς δωροδοκίαις ὑπὸ τῶν φιλαρχούντων», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»